- βραχυπρόθεσμος
- -η, -οεπίρρ. βραχυπρόθεσμα αυτός που έχει μικρή προθεσμία, αυτός που λήγει σε σύντομο χρόνο: Η τράπεζα του χορήγησε μόνο ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.